συνταυτίζω

συνταυτίζω
συνταύτισα, συνταυτίστηκα, συνταυτισμένος
1. θεωρώ όμοια δύο πράγματα, ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο: Μη με συνταυτίζεις μ' αυτόν τον άνθρωπο. – Συνταύτισε την τύχη του με τη δική μου.
2. το παθ., συνταυτίζομαι συμπίπτω, εξομοιώνομαι: Δεν μπόρεσαν αυτοί οι δύο να συνταυτιστούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνταυτίζω — Ν 1. ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο 2. μέσ. συνταυτίζομαι γίνομαι όμοιος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βραΐλα] …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνοικειώνω — συνοικειῶ, όω, ΝΑ εξοικειώνω κάτι ή κάποιον με κάτι, εθίζω κάποιον σε κάτι αρχ. 1. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («συνοικειοῡντες τὰ σώματα ταῑς ὥραις ἑκάσταις», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι καταληπτό, κατανοητό 3. (σχετικά με αλληγορίες) συνταυτίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • συνταυτισμός — ο, Ν συνταύτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα] …   Dictionary of Greek

  • συνταυτιστής — ο, Ν [συνταυτίζω] φρ. «συνταυτιστής οπτικομηχανικής» φυσ. οπτικό όργανο για τη δημιουργία τεχνητού στόχου σε άπειρη απόσταση, δηλαδή δέσμης παράλληλων ακτίνων φωτός, που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο και τη ρύθμιση ορισμένων διοπτρικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • συνταύτιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνταυτίζω, ταύτιση πραγμάτων, γνωμών ή απόψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταύτιση. Η λ., στον λόγιο τ. συνταύτισις, μαρτυρείται από το 1846 στον Θεόδ. Μανούση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”